Η αφήγηση ξεκινά σε μια βεράντα και καταλήγει πάλι εκεί, όπου ο Αλέξανδρος συνειδητοποιεί ότι από τη Γνώση δεν υπάρχει επιστροφή στην Άγνοια. Δεν υπάρχει αντίστροφη πορεία, το κόστος της Γνώσης είναι η απώλεια της Ασφάλειας, το ταξίδι το ίδιο, η ζωή μας.
«Ο Αλέξανδρος με τη στάση, τις ενέργειες και τις παραλείψεις του επέτρεψε να γίνει έρμαιο στις αποφάσεις των άλλων.
Έρχεται όμως η στιγμή, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης αρχαίου δράματος, που η γυναίκα του Σοφία τον εγκαταλείπει απρόσμενα και η ρουτίνα της καθημερινότητάς του μοιάζει να μην αποτελεί πια κάτι δικό του, ένα αναπόσπαστο μέρος του είναι του, κάτι που δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό.
Η ανεξιχνίαστη δολοφονία του πετυχημένου, δίδυμου αδελφού του Άλκη, η αποκάλυψη ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του γιου του, η αισχρή προδοσία του Νικηφόρου, παλιού “συντρόφου” του, η σεξουαλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μελίνα, την επιστήθια φίλη της γυναίκας του, η ανακάλυψη ενός πακέτου φωτογραφιών, ξεχασμένων από τις αρχές του περασμένου αιώνα είναι μερικά από τα γεγονότα που διαδέχονται τη φυγή της Σοφίας και τον ωθούν να ξεκινήσει – έστω κι αργά − το ταξίδι της ζωής του. Το ταξίδι που ανέβαλε χρόνια, προσκολλημένος στην προκυμαία, φορτώνοντας το πλοίο του άχρηστες πραμάτειες, καθιστώντας το αδύνατο να αποπλεύσει.
Είναι, λοιπόν, οι άλλοι –η Σοφία, ο Άλκης, ο Νικηφόρος, η Μελίνα– που ο καθένας με τον τρόπο του και χωρίς τη θέλησή τους τον απαλλάσσουν από το έρμα, τον ελάφρυναν και τώρα, επιτέλους, είναι έτοιμος να σαλπάρει. Η Μήδεια, η βάρβαρη, το τόλμησε δύο φορές θυσιάζοντας ό,τι πολυτιμότερο είχε, ματώνοντας το μαχαίρι της, σκοτώνοντας κομμάτια του εαυτού της. Εκείνος;»