Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Ένας σταθμός για την ελληνική τέχνη

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, που γεννιέται το 1906 και πεθαίνει στις 3 Σεπτεμβρίου 1994, δεν ήταν απλώς ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, αλλά και μια πολυσχιδής προσωπικότητα που συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Με καταγωγή από την Ύδρα και τα Ψαρά, προερχόταν από μια οικογένεια που είχε ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821.

Καλλιτεχνική Εκπαίδευση και Πρώτες Διεθνείς Εκθέσεις

Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ξεκίνησε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα το 1921-1922, υπό την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Παρθένη. Το 1922 μετέβη στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη γαλλική και ελληνική φιλολογία στη Σορβόννη, φοίτησε στην Ακαδημία Ranson και στο εργαστήριο χαρακτικής του Δημήτρη Γαλάνη. Το 1923 άρχισε να εκθέτει έργα του στο “Σαλόνι των Ανεξαρτήτων”, όπου συμμετείχε μέχρι το 1926.

Η Επίδραση του Κυβισμού και η Προσωπική Καλλιτεχνική Γλώσσα

Η παραμονή του στο Παρίσι μέχρι το 1934, σε μια εποχή όπου η σύγχρονη τέχνη γνώριζε μεγάλες αλλαγές, επηρέασε βαθιά το έργο του. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας επηρεάστηκε από τον Κυβισμό, αναζητώντας το πραγματικό μέσα από την πολυμορφία και τη διάταξη των φαινομένων, αποφεύγοντας την ωραιοποίηση. Καθώς μελετούσε τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, διαμόρφωσε μια προσωπική καλλιτεχνική γλώσσα που συνδύαζε την ελληνική παράδοση με τις σύγχρονες τάσεις.

 Βραδυνές αναπολήσεις, 1959. Δωρεά του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Εθνική Πινακοθήκη.

Σκηνογραφία και Διδακτική Δραστηριότητα

Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα δεν περιορίστηκε μόνο στη ζωγραφική. Το 1936-1937 συνεργάστηκε με το περιοδικό “Το Τρίτο Μάτι”, όπου δημοσίευσε μεταφράσεις και άρθρα. Το 1937 άρχισε να ασχολείται με τη σκηνογραφία, σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια για το Θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ακολούθησε συνεργασία με διάφορους καλλιτεχνικούς φορείς, όπως η Νέα Σχολή Δραματικής Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Covent Garden του Λονδίνου.

Το 1941 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου δίδαξε σχέδιο και σύνθεση μέχρι το 1958. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνέχισε να αναπτύσσει και να παρουσιάζει το έργο του μέσα από αναδρομικές εκθέσεις, όπως αυτή στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών το 1946 και στην Εθνική Πινακοθήκη το 1973.

Διεθνής Αναγνώριση και Υστεροφημία

Το 1949 ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα “Αρμός” και συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1950 με 17 έργα. Από το 1958 ξεκίνησε συνεργασία με την γκαλερί Ιόλα, παρουσιάζοντας το έργο του σε μεγάλες διεθνείς πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, η Γενεύη και το Μιλάνο.

Το 1972 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ, και το 1986 έγινε μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. Το 1992 ίδρυσε το Μουσείο Χατζηκυριάκου-Γκίκα σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ενώ το 1984 παρουσίασε αναδρομική έκθεση των γλυπτών του στην αίθουσα “Το Τρίτο Μάτι” στην Αθήνα.

Προπύλαια

 Καλλιτεχνική Πορεία και Στυλ

Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας προσπαθούσε πάντα μέσα από την τέχνη του να φέρει σε διάλογο τον δυτικό και τον ανατολικό πολιτισμό, όπως αυτοί συνυπάρχουν στην Ελλάδα. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως αυτή ήταν μια συνεχής προσπάθεια του, αν και πίστευε πως θα μπορούσε να είχε κάνει ακόμη περισσότερα.

Η καλλιτεχνική του πορεία μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριες περιόδους:

1. 1921-1937: Η πρώτη περίοδος επηρεάζεται από τον Κυβισμό, με τον καλλιτέχνη να προσπαθεί να συνδυάσει σύγχρονες τάσεις με την ελληνική παράδοση.

2. 1938-1965: Κατά τη δεύτερη περίοδο, επικεντρώνεται στην αποτύπωση ανόργανων αντικειμένων και της φύσης, με έμφαση στους γεωμετρικούς όγκους και χωρίς σχεδόν καθόλου ενδιαφέρον για την ανθρώπινη μορφή.

3. 1966-1994: Στην τελευταία περίοδο, κυριαρχούν μυθολογικά θέματα, στοιχεία της φύσης και φανταστικά τοπία, με έντονο παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς.

 Κληρονομιά και Επιρροές

Ο Γκίκας, με τα ποικίλα ενδιαφέροντά του, ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων και τη γλυπτική, ενώ έδωσε πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες για θέματα τέχνης και αισθητικής. Στο έργο του, συνδύασε στοιχεία του Κυβισμού και του Κονστρουκτιβισμού με την ελληνική τέχνη, δημιουργώντας ένα μοναδικό προσωπικό στυλ. Η αρχιτεκτονική, το μέγεθος, ο όγκος και το φως της Ελλάδας, ιδιαίτερα της Ύδρας, αποτελούν σταθερά στοιχεία στο έργο του, το οποίο συνεχίζει να επηρεάζει καλλιτέχνες μέχρι σήμερα.