Κική Δημουλά : "Aπό τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη".

Ο λόγος της λιτός και πολυσήμαντος, το πνεύμα της καθαρό και ανήσυχο, η Κική Δημουλά αποτελεί επάξια μια από τις πιο εμβληματικές και πολυδιαβασμένες Ελληνίδες ποιήτριες. Γεννιέται στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά. 

Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1952, σε ηλικία μόλις 19 ετών, με την ποιητική συλλογή Ποιήματα την οποία, όμως, αποκηρύσσει πολύ σύντομα. Τέσσερα χρόνια αργότερα επανεμφανίζεται με τη συλλογή "Έρεβος", το 1956, όποτε και συστήνεται επισήμως στο αναγνωστικό κοινό. Ακολουθούν αρκετές συλλογές και το 1972 κερδίζει το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή “Το λίγο του Κόσμου”. 

Ο λόγος της Δημουλά αγαπιέται πολύ, μάλλον επειδή είναι τόσο απλός και τόσο συμβολικός, που βρίσκει απευθείας το δρόμο για να εκφράσει τα συναισθήματα μας. Η ίδια είπε κάποτε σε συνέντευξη της όταν ρωτήθηκε αν έχει πρόγραμμα στη γραφή και τη δουλειά της “Το μόνο που προγραμματίζω εντατικά είναι να αγωνιώ αν θα ξαναγράψω, και να προγραμματίζω να φοβάμαι, μήπως απρόσεκτα ή σκόπιμα, προσπεράσω τη δική μου αυστηρή προειδοποίηση –όχι των άλλων– ότι ήρθε η στιγμή να σωπάσω. Μήπως την προσπεράσω και συνεχίσω να γράφω παρακούοντας τη σκληρή συνειδητοποίηση – δεν αντέχεται εύκολα.” (Πηγή: BookPress). 

Η Κική Δημουλά κρίθηκε και κρίθηκε αυστηρά. Είτε γιατί ήταν γυναίκα, είτε γιατί αποφάσισε να χαράξει το δικό της δρόμο, σε μια εποχή που στα γράμματα κυριαρχούσαν άνδρες και ένας ποιητικός λόγος πολύ διαφορετικός. Όμως δεν πτοήθηκε και δεν προσπάθησε να προσποιηθεί πως είναι κάποια άλλη. 

Στην ποίηση της καθοριστικός παράγων υπήρξε ο έρωτας, ο ανολοκλήρωτος, ο μοναχικός, ο ταχύς. Πίστευε στον έρωτα και όχι στον “μύθο” της αγάπης “του θύματος του σωματέμπορα εγωισμού μας”, όπως έλεγε, “Γιατί η αγάπη πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει”. Βασική θέση της ήταν πως η αγάπη και ο έρωτας αποτελούν πάλη και διεκδίκηση κι ο έρωτας είναι ένα μυστικό, που για να επιβιώνει πρέπει να μένει στα σκοτεινά. 

…Μίλα.

Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,

ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:

ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,

σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.

Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα

στὴν τύχη.

Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.

Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,

πὲς «ἐλάχιστη»,

ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.

Ἐλάχιστη

αἴσθηση,

λύπη

ὁλόκληρη

δική μου.

Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.

Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.

Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.

Πὲς «πέτρα»,

ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.

Ἔτσι, ἴσα ἴσα,

νὰ βάλω ἕναν τίτλο

σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

(Η Περιφραστική Πέτρα, Το λίγο του κόσμου, 1972) 

Η Κική Δημουλά άφησε το στίγμα της σε όλες και σε όλους, όσοι τη διάβασαν. Η ποίηση της είναι μια κατάθεση ψυχής, ενός ανθρώπου γεμάτου ερωτήματα, ενός ανθρώπου που ζει την κάθε μέρα που ελπίζει για κάτι καλύτερο, που κάνει αυτοκριτική και που αισθάνεται βαθιά την κάθε στιγμή.

Το 2009 αποσπά το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το έργο της συνολικά και το 2010 το μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το οποίο αποτελεί την ύψιστη διάκριση για τους λογοτέχνες στη χώρα μας. Πεθαίνει στις 22 Φεβρουαρίου 2022.

Άφησα να μην Ξέρω

(αό Το λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)

Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που ‘χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ‘ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.